Greek Meaning of loveliness
ομορφιά
Other Greek words related to ομορφιά
- ελκυστικότητα
- ομορφιά
- Ομορφιά
- Αισθητική
- ένσταση
- έλξη
- Ομορφιά
- ομορφιά
- γλύκα
- κομψότητα
- αισθητική
- Δικαιοσύνη
- ομορφιά
- ομορφιά
- ομορφιά
- απόλαυση
- ομορφιά
- εμφάνιση
- γοητεία
- γοητεία
- λεπτότητα
- επιθυμητότητα
- απολαυστικότητα
- εκλεκτότητα
- γοητεία
- επίδειξη
- Ανεπίληπτος
- πανουργία
- γοητεία
- γοητεία
- λάμψη
- αφθονία
- Νυμφευσιμότητα
- τελειότητα
- ομορφιά
- λάμψη
- ακτινοβολία
- λαμπρότητα
- λαμπρότητα
- καλλίγραμμος
- ολισθηρότητα
- υψηλόφρων (ipsifron)
- δόξα
- μεγαλοπρέπεια
- Μεγαλοπρέπεια
- υψηλότητα
- υπεροχή
Nearest Words of loveliness
Definitions and Meaning of loveliness in English
loveliness (n)
the quality of being good looking and attractive
loveliness (n.)
The state or quality of being lovely.
FAQs About the word loveliness
ομορφιά
the quality of being good looking and attractiveThe state or quality of being lovely.
ελκυστικότητα,ομορφιά,Ομορφιά,Αισθητική,ένσταση,έλξη,Ομορφιά,ομορφιά,γλύκα,κομψότητα
γκροτέσκο,Ασχήμια,οικειότητα,απλότητα,ασχήμια,έλλειψη ελκυστικότητας,αδυναμία,αισχος,ατέλεια,δυσάρεστος
lovelily => χαριτωμένα, love-lies-bleeding => Αμάραντος, loveless => άσπλαχνος, lovelace => Λοβλέις, love-in-winter => γκι,