Greek Meaning of pulchritude

ομορφιά

Other Greek words related to ομορφιά

Definitions and Meaning of pulchritude in English

Wordnet

pulchritude (n)

physical beauty (especially of a woman)

FAQs About the word pulchritude

ομορφιά

physical beauty (especially of a woman)

Αισθητική,γοητεία,έλξη,ελκυστικότητα,ομορφιά,ομορφιά,γλύκα,επιθυμητότητα,απολαυστικότητα,κομψότητα

ατέλεια,δυσάρεστος,φρικτότητα,Ελάττωμα,βρωμιά,φρίκη,φρίκη,ατέλεια,αηδία,κακία

pulassan => Πουλασάν, pulasan tree => Δέντρο pulasan, pulasan => Πουλασάν, pula => πούλα, pul => ίντσα,