Greek Meaning of slickness
ολισθηρότητα
Other Greek words related to ολισθηρότητα
- τέχνη
- διορατικότητα
- πονηρός
- δολιότητα
- ευκολία
- δόλος
- πονηριά
- ύπουλος
- λεπτότητα
- Λεπτότητα
- τέχνασμα
- προφύλαξη
- κλουβί
- Υπολογισμός
- φροντίδα
- Εξυπνάδα
- χειροτεχνία
- πονηριά
- Δολοπλοκία
- σχεδιασμός
- λεπτότητα
- πανουργία
- ευφυΐα
- δημιουργικότητα
- πανουργία
- πανουργία
- δολιότητα
- Διπλότητα
- εγκατάσταση
- Δολιότητα
- ευφυία
- έμπειρος
- Ευκρίνεια
- πονηριά
- Δολιότητα
Nearest Words of slickness
Definitions and Meaning of slickness in English
slickness (n)
verbal misrepresentation intended to take advantage of you in some way
a kind of fluent easy superficiality
a slippery smoothness
slickness (n.)
The state or quality of being slick; smoothness; sleekness.
FAQs About the word slickness
ολισθηρότητα
verbal misrepresentation intended to take advantage of you in some way, a kind of fluent easy superficiality, a slippery smoothnessThe state or quality of being
τέχνη,διορατικότητα,πονηρός,δολιότητα,ευκολία,δόλος,πονηριά,ύπουλος,λεπτότητα,Λεπτότητα
No antonyms found.
slickly => έξυπνα, slicking => γλυστερός, slicker => αδιάβροχο, slickensides => λείες επιφάνειες, slickens => ολισθηρός,