Greek Meaning of craftiness

πονηριά

Other Greek words related to πονηριά

Definitions and Meaning of craftiness in English

Wordnet

craftiness (n)

shrewdness as demonstrated by being skilled in deception

the quality of being crafty

FAQs About the word craftiness

πονηριά

shrewdness as demonstrated by being skilled in deception, the quality of being crafty

τέχνη,χειροτεχνία,πονηρός,δόλος,ύπουλος,τέχνασμα,Υπολογισμός,διορατικότητα,Εξυπνάδα,σχεδιασμός

αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,καλή πίστη,Ευχέρεια,ανοιχτότητα,απλότητα,ειλικρίνεια

craftily => πονηρά, crafter => τεχνίτης, craft union => Επαγγελματική ένωση, craft fair => Έκθεση χειροτεχνίας, craft => χειροτεχνία,