Greek Meaning of craftiness
πονηριά
Other Greek words related to πονηριά
- τέχνη
- χειροτεχνία
- πονηρός
- δόλος
- ύπουλος
- τέχνασμα
- Υπολογισμός
- διορατικότητα
- Εξυπνάδα
- σχεδιασμός
- δολιότητα
- ευκολία
- πανουργία
- ευφυΐα
- δημιουργικότητα
- πανουργία
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- Λεπτότητα
- πανουργία
- προφύλαξη
- κλουβί
- Δολοπλοκία
- λεπτότητα
- φροντίδα
- δολιότητα
- Διπλότητα
- εγκατάσταση
- λεπτότητα
- ευφυία
- έμπειρος
- Ευκρίνεια
- πονηριά
- Δολιότητα
- Δολιότητα
- αφέλεια
- Ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- καλή πίστη
- Ευχέρεια
- ανοιχτότητα
- απλότητα
- ειλικρίνεια
- ειλικρίνεια
- αξιοπιστία
- καλοσύνη
- ειλικρίνεια
- ακεραιότητα
- Ακεραιότητα
- Αξιοπιστία
- δικαιοσύνη
- στερεότητα
- αξιοπιστία
- ειλικρίνεια
- αφέλεια
- ευπρέπεια
- αδιαφθορά
- αξιοπιστία
- Αξιοπιστία
- ευθύτητα
- Αρετή
- ειλικρίνεια
- αξιοπιστία
Nearest Words of craftiness
Definitions and Meaning of craftiness in English
craftiness (n)
shrewdness as demonstrated by being skilled in deception
the quality of being crafty
FAQs About the word craftiness
πονηριά
shrewdness as demonstrated by being skilled in deception, the quality of being crafty
τέχνη,χειροτεχνία,πονηρός,δόλος,ύπουλος,τέχνασμα,Υπολογισμός,διορατικότητα,Εξυπνάδα,σχεδιασμός
αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια ,ειλικρίνεια,ειλικρίνεια,καλή πίστη,Ευχέρεια,ανοιχτότητα,απλότητα,ειλικρίνεια
craftily => πονηρά, crafter => τεχνίτης, craft union => Επαγγελματική ένωση, craft fair => Έκθεση χειροτεχνίας, craft => χειροτεχνία,