Greek Meaning of truthfulness

ειλικρίνεια

Other Greek words related to ειλικρίνεια

Definitions and Meaning of truthfulness in English

Wordnet

truthfulness (n)

the quality of being truthful

FAQs About the word truthfulness

ειλικρίνεια

the quality of being truthful

ειλικρίνεια,ακεραιότητα,Αξιοπιστία,ειλικρίνεια,ακρίβεια,αυθεντικότητα,αξιοπιστία,Ακεραιότητα,αξιοπιστία,αλήθεια

απάτη,δολιότητα,εξαπάτηση,ατιμία,εξαπάτηση,Διπλότητα,ψευτιά,αναλήθεια,Ανανδρεία,ψέμα

truthfully => ειλικρινά, truthful => αληθής, truth serum => ορός της αλήθειας, truth quark => Κουάρκ αλήθειας, truth drug => ορός αληθείας,