Greek Meaning of insidiousness
δολοπλοκία
Other Greek words related to δολοπλοκία
- πειρασμός
- πονηριά
- καμπυλότητα
- πονηρός
- εξαπάτηση
- Διπλωματία
- Διπλότητα
- πλαστό
- Κρυψίνους
- δόλος
- έμμεσότητα
- Ανανδρεία
- λιπαρότητα
- απάτη
- ολισθηρότητα
- ολισθηρότητα
- πονηριά
- λειότητα
- δόλος
- Αδίστακτος
- πανουργία
- Δολοπλοκία
- Δολιότητα
- τέχνασμα
- απάτη
- απάτη
- δολιότητα
- ατιμία
- προσποιούμενος
- εξαπάτηση
- απάτη
- Διασάφηση
- υπερβολή
- ψευτιά
- αναλήθεια
- ψέμα
- ψέμα
- προφάσεις
- Ψευτιά
- απάτη
- ανακρίβεια
- προδοσία
- δολιότητα
- ανακρίβεια
Nearest Words of insidiousness
Definitions and Meaning of insidiousness in English
insidiousness (n)
subtle and cumulative harmfulness (especially of a disease)
the quality of being designed to entrap
FAQs About the word insidiousness
δολοπλοκία
subtle and cumulative harmfulness (especially of a disease), the quality of being designed to entrap
πειρασμός,πονηριά,καμπυλότητα,πονηρός,εξαπάτηση,Διπλωματία,Διπλότητα,πλαστό,Κρυψίνους,δόλος
ειλικρίνεια,ακεραιότητα,Ακεραιότητα,δικαιοσύνη,ειλικρίνεια,αλήθεια,αλήθεια,αφέλεια,Ειλικρίνεια,ειλικρίνεια
insidiously => ύπουλα, insidious => ύπουλος, insidiator => Ενέδρα, insidiate => παρεισφρέω, insider trading => Εσωτερική πληροφόρηση,