Greek Meaning of slicking
γλυστερός
Other Greek words related to γλυστερός
Nearest Words of slicking
Definitions and Meaning of slicking in English
slicking (n.)
The act or process of smoothing.
Narrow veins of ore.
FAQs About the word slicking
γλυστερός
The act or process of smoothing., Narrow veins of ore.
λίπανση,λίπανση,λουτρό,βροχή,λιπαντικό,μούλιασμα,Πλύσιμο,αποτρίχωση με κερί,βρέξιμο,κατάσβεση
ξήρανση,τραχύτητα,τραχύτητα,χοντράνοντας,αφυδατωτικός,στάχτες,καυστικός
slicker => αδιάβροχο, slickensides => λείες επιφάνειες, slickens => ολισθηρός, slicken => ολισθαίνω, slicked up => λεία,