FAQs About the word slicking

γλυστερός

The act or process of smoothing., Narrow veins of ore.

λίπανση,λίπανση,λουτρό,βροχή,λιπαντικό,μούλιασμα,Πλύσιμο,αποτρίχωση με κερί,βρέξιμο,κατάσβεση

ξήρανση,τραχύτητα,τραχύτητα,χοντράνοντας,αφυδατωτικός,στάχτες,καυστικός

slicker => αδιάβροχο, slickensides => λείες επιφάνειες, slickens => ολισθηρός, slicken => ολισθαίνω, slicked up => λεία,