Greek Meaning of dowsing

ραβδοσκοπία

Other Greek words related to ραβδοσκοπία

Definitions and Meaning of dowsing in English

Wordnet

dowsing (n)

searching for underground water or minerals by using a dowsing rod

FAQs About the word dowsing

ραβδοσκοπία

searching for underground water or minerals by using a dowsing rod

Απομάκρυνση,αφαιρώ,ξεφλούδισμα (από),απόσυρση,εκδύομαι,ξεφλούδισμα,εκκίνηση (λάκτισμα),αναβολή,απόρριψη,Απορρίπτω

Ντύσιμο,φορώντας,ολίσθηση (μέσα),ρίψη (σε),Φορεμένος,ρούχα,σάλτσα,Ιστιοφορία,ντύσιμο,ένδυση

dowset => dowset, dowser => ραβδοσκόπος, dowse => ραβδοσκοπία, dowry => προίκα, dowries => προίκες,