FAQs About the word peeling (off)

ξεφλούδισμα (από)

depart, leave, to veer away from an airplane formation especially for diving or landing

εκκίνηση (λάκτισμα),αναβολή,Απομάκρυνση,Απορρίπτω,Απογείωση,αφαιρώ,κατάσβεση,απόρριψη,απόσυρση

φορώντας,ολίσθηση (μέσα),ρίψη (σε),ρούχα,Ντύσιμο,Φορεμένος,ένδυση,διάταξη,σάλτσα,Ιστιοφορία

peeled off => ξεφλουδισμένο, peeled (off) => ξεφλουδισμένα, peel (off) => (ξεφλουδίζω), peeks => ρίχνει ματιά, peeking => κοιτάζω,