FAQs About the word peel (off)

(ξεφλουδίζω)

depart, leave, to veer away from an airplane formation especially for diving or landing

αφαιρώ,κλοτσιά (έναρξη),αναβάλλω,αδιάφορος,απογειώνω,βγάζω,μουλιάζει,αποθήκη,Λωρίδα

βάζω,γλιστρώ (μέσα),ρίχνω (πάνω),Πίνακας,δον,φοράω,ρούχα,ντύνομαι,φόρεμα,Εξοπλισμός

peeks => ρίχνει ματιά, peeking => κοιτάζω, peeked => έριξε μια ματιά, pedigrees => γενεαλογικά δέντρα, pediatrists => παιδίατροι,