Greek Meaning of peeling off
ξεφλούδισμα
Other Greek words related to ξεφλούδισμα
Nearest Words of peeling off
Definitions and Meaning of peeling off in English
peeling off
depart, leave, to veer away from an airplane formation especially for diving or landing
FAQs About the word peeling off
ξεφλούδισμα
depart, leave, to veer away from an airplane formation especially for diving or landing
εκκίνηση (λάκτισμα),αναβολή,Απομάκρυνση,Απορρίπτω,Απογείωση,αφαιρώ,κατάσβεση,απόρριψη,απόσυρση
φορώντας,ολίσθηση (μέσα),ρίψη (σε),ρούχα,Ντύσιμο,Φορεμένος,ένδυση,διάταξη,σάλτσα,Ιστιοφορία
peeling (off) => ξεφλούδισμα (από), peeled off => ξεφλουδισμένο, peeled (off) => ξεφλουδισμένα, peel (off) => (ξεφλουδίζω), peeks => ρίχνει ματιά,