Greek Meaning of slicked
γυαλιστερό
Other Greek words related to γυαλιστερό
Nearest Words of slicked
Definitions and Meaning of slicked in English
slicked (s)
(of hair) made smooth by applying a sticky or glossy substance
FAQs About the word slicked
γυαλιστερό
(of hair) made smooth by applying a sticky or glossy substance
Λιπασμένος,λαδερό,ολισθηρός,Ολισθηρός,βουρτσισμένο,γυαλισμένο,επικαλυμμένο,Υαλωμένο,έδαφος,λιπασμένος
τραχύς,Τραχύς,γρατζουνισμένο,ανομοιόμορφος,τραχύ
slick up => γυαλίζω, slick magazine => Περιοδικό πολυτελείας, slick down => Λειαίνω τα μαλλιά, slick => ολισθηρός, slicing => κοπή,