Greek Meaning of sanded
λειασμένο
Other Greek words related to λειασμένο
Nearest Words of sanded
Definitions and Meaning of sanded in English
sanded (imp. & p. p.)
of Sand
sanded (a.)
Covered or sprinkled with sand; sandy; barren.
Marked with small spots; variegated with spots; speckled; of a sandy color, as a hound.
Short-sighted.
FAQs About the word sanded
λειασμένο
of Sand, Covered or sprinkled with sand; sandy; barren., Marked with small spots; variegated with spots; speckled; of a sandy color, as a hound., Short-sighted.
επικαλυμμένο,αμμοβολής,Λειασμένο,καθαρισμένο,ξυσμένος,καθαρίστηκε,βουρτσισμένο,γυαλισμένο,γυαλισμένο,Υαλωμένο
τραχύς,Τραχύς,ανομοιόμορφος,τραχύ,γρατζουνισμένο
sandburg => Σάντμπουργκ, sandbur => σάντμπουρ, sandboy => Ψαμμόπουλο, sandbox => αμμοδόχος, sand-blind => Τυφλός στην άμμο,