Greek Meaning of splashiness

πιτσίλισμα

Other Greek words related to πιτσίλισμα

Definitions and Meaning of splashiness in English

Wordnet

splashiness (n)

lack of elegance as a consequence of being pompous and puffed up with vanity

FAQs About the word splashiness

πιτσίλισμα

lack of elegance as a consequence of being pompous and puffed up with vanity

λεπτότητα,επιθυμητότητα,επίδειξη,επιδειξιομανία,λάμψη,λαμπρότητα,Επίδειξη,ολισθηρότητα,γοητεία,ένσταση

γκροτέσκο,Ασχήμια,οικειότητα,απλότητα,ασχήμια,έλλειψη ελκυστικότητας,αδυναμία,αισχος,ατέλεια,δυσάρεστος

splash-guard => Αντηρίδα, splasher => ελαφρά βροχή, splashed => πιτσιλισμένος, splashdown => προσводάτωση, splashboard => φτερό,