FAQs About the word splay

απλώνω

an outward bevel around a door or window that makes it seem larger, spread open or apart, turn outward, move out of position, turned outward in an ungainly mann

διαχωρίζω,διαδίδω,Κλάδος,εκπέμπω,Ακτίνα,διασκορπίζω,στέλεχος,διαλύω,διασπείρω,διαλύω

συνδέω,Ζευγάρι,ενταχθούν,σύνδεσμος,ενωθείτε

splattering => πιτσίλισμα, splattered => πιτσιλισμένο, splatter => πιτσιλισμός, splat => σπλατ, splashy => πιτσιλίσματος,