Greek Meaning of fan (out)

ανεμιστήρας (εξωτερικός)

Other Greek words related to ανεμιστήρας (εξωτερικός)

Definitions and Meaning of fan (out) in English

fan (out)

to spread apart or to cause (something) to spread apart

FAQs About the word fan (out)

ανεμιστήρας (εξωτερικός)

to spread apart or to cause (something) to spread apart

επεκτείνω,επεκτείνω,φλόγα (έξω),ανοιχτό,(εξαπλώνω),τεντώνω (εαυτόν),ξεδιπλώνω,απλωμένος,εκτείνω,ξεδιπλώνω

κοντά,συμπαγής,Σύμβαση,μειώνω,διπλώνω,συμπιέζω,πυκνώνω

famines => Λιμοί, family way => Οικογενειακός δρόμος, family trees => Γενεαλογικά δέντρα, family practitioners => οικογενειακοί ιατροί, family practitioner => Γενικός ιατρός,