Greek Meaning of fancified
επιτηδευμένος
Other Greek words related to επιτηδευμένος
- κακά
- κομψός
- εξωφρενικός
- ενθουσιώδης
- εντυπωσιακός
- φρου φρου
- μεγαλοπρεπής
- υπέροχος
- περίτεχνος
- επιδεικτικός
- υπερβολικός
- επιδεικτικός
- βελτιωμένη
- υπέροχος
- βυζαντινός
- σύνθετος
- περίπλοκος
- περίπλοκος
- περίτεχνος
- εξαίσιος
- φανταχτερός
- παραποιημένο
- Μεγάλος
- περίπλοκος
- λαβυρινθώδης
- εκλεπτυσμένος
- λεπτομερής
- σύνθετο
- εξελιγμένη
- εμπλεκόμενος
- λαβυρινθώδης
Nearest Words of fancified
- fancied up => ντυμένος επίσημα
- fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός)
- famines => Λιμοί
- family way => Οικογενειακός δρόμος
- family trees => Γενεαλογικά δέντρα
- family practitioners => οικογενειακοί ιατροί
- family practitioner => Γενικός ιατρός
- family physicians => οικογενειακοί γιατροί
- family physician => οικογενειακός γιατρός
- family names => Επώνυμα
Definitions and Meaning of fancified in English
fancified
to make ornate, elaborate, or fancy
FAQs About the word fancified
επιτηδευμένος
to make ornate, elaborate, or fancy
κακά,κομψός,εξωφρενικός,ενθουσιώδης,εντυπωσιακός,φρου φρου,μεγαλοπρεπής,υπέροχος,περίτεχνος,επιδεικτικός
απλός,απλός,Αγέλαστος,φαλακρός,Γυμνός,σεμνός,απλό,απλή Τζέιν,Βανίλια,άκοσμος
fancied up => ντυμένος επίσημα, fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός), famines => Λιμοί, family way => Οικογενειακός δρόμος, family trees => Γενεαλογικά δέντρα,