Greek Meaning of fancified

επιτηδευμένος

Other Greek words related to επιτηδευμένος

Definitions and Meaning of fancified in English

fancified

to make ornate, elaborate, or fancy

FAQs About the word fancified

επιτηδευμένος

to make ornate, elaborate, or fancy

κακά,κομψός,εξωφρενικός,ενθουσιώδης,εντυπωσιακός,φρου φρου,μεγαλοπρεπής,υπέροχος,περίτεχνος,επιδεικτικός

απλός,απλός,Αγέλαστος,φαλακρός,Γυμνός,σεμνός,απλό,απλή Τζέιν,Βανίλια,άκοσμος

fancied up => ντυμένος επίσημα, fan (out) => ανεμιστήρας (εξωτερικός), famines => Λιμοί, family way => Οικογενειακός δρόμος, family trees => Γενεαλογικά δέντρα,