Greek Meaning of fanned (out)
ανεμιστήρας (έξω)
Other Greek words related to ανεμιστήρας (έξω)
Nearest Words of fanned (out)
Definitions and Meaning of fanned (out) in English
fanned (out)
to spread apart or to cause (something) to spread apart
FAQs About the word fanned (out)
ανεμιστήρας (έξω)
to spread apart or to cause (something) to spread apart
επεκταθεί,διευρυμένο,ανοιχτός,(εξαπλώνω),τεντωμένο,ξεδιπλωμένος,απλωμένος,απλωμένο,ξεδιπλώθηκε,καλύπτω
Κλειστό,συμφωνημένο,διπλωμένος,μειωμένη,συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,συμπυκνωμένο
fancyworks => Κεντήματα, fancy-pants => επιτηδευμένος, fancying up => Επιτήδευση, fancy women => Φανταχτερές γυναίκες, fancy Dan => Φανταχτερός Νταν,