Greek Meaning of outstretched
απλωμένο
Other Greek words related to απλωμένο
- επιμηκύνω
- επιμήκης
- διευρυμένο
- εκτεταμένος
- μακρόπνοος
- μακρύς
- μακρόστενο
- σημαντικός
- βασιλικό μέγεθος
- Μεγέθους κρεβατιού King
- μεγάλος
- μακρύς
- παραλληλόγραμμο
- υπερμεγέθης
- ορθογώνιος
- σημαντικός
- μεγάλος
- λίγο μεγάλο
- βαρύς
- τεράστιος
- γίγαντας
- αρκετά μεγάλος
- υπερμεγέθης
- υπερμεγέθης
- αξιόλογος
- ουσιαστικός
- σούπερ
Nearest Words of outstretched
Definitions and Meaning of outstretched in English
outstretched (s)
fully extended especially in length
FAQs About the word outstretched
απλωμένο
fully extended especially in length
επιμηκύνω,επιμήκης,διευρυμένο,εκτεταμένος,μακρόπνοος,μακρύς,μακρόστενο,σημαντικός,βασιλικό μέγεθος,Μεγέθους κρεβατιού King
σύντομος,σύντομος,ελαττωμένος,κοντός,συντομευμένος,συντομευμένο,περικομμένος,μικρός,μικρός,μινιατούρα
outstretch => εκτείνω, outstreet => δρόμος, outstorm => outstorm, outstep => έξοδος, outstay => Έμεινα πολύ ώρα,