Greek Meaning of whittle
σκαλίζω
Other Greek words related to σκαλίζω
- κλιπ
- περικόπτω
- κόβω
- σταγόνα
- παρέ
- συντομογραφία
- Συντομεύω
- συμπιέζω
- πυκνώνω
- συσφίγγω
- σοδειά
- μειώνω
- Μείωση
- βαθούλωμα
- εξαντλώ
- αποβάθρα
- μείωση
- μειώνω
- ευκολία
- λιγώτερο
- Χαμηλότερος
- Νικ
- Δαμάσκηνο
- μειώνω
- απολύω
- βραχύνω
- Κατηγορία
- Διακόσμηση
- αποκόπτω
- μείωση
- μειώνω
- Σύμβαση
- Εκτόνωση
- ξεφουσκώνω
- σμίκρυνση
- καταρρίπτω
- ελαχιστοποιώ
- μέτριος
- Τροποποιώ
- διαμορφώνω
- πληροί τις προϋποθέσεις
- συρρικνώνω
Nearest Words of whittle
Definitions and Meaning of whittle in English
whittle (n)
English aeronautical engineer who invented the jet aircraft engine (1907-1996)
whittle (v)
cut small bits or pare shavings from
whittle (n.)
A grayish, coarse double blanket worn by countrywomen, in the west of England, over the shoulders, like a cloak or shawl.
Same as shawl, below.
A knife; esp., a pocket, sheath, or clasp knife.
whittle (v. t.)
To pare or cut off the surface of with a small knife; to cut or shape, as a piece of wood held in the hand, with a clasp knife or pocketknife.
To edge; to sharpen; to render eager or excited; esp., to excite with liquor; to inebriate.
whittle (v. i.)
To cut or shape a piece of wood with am small knife; to cut up a piece of wood with a knife.
FAQs About the word whittle
σκαλίζω
English aeronautical engineer who invented the jet aircraft engine (1907-1996), cut small bits or pare shavings fromA grayish, coarse double blanket worn by cou
κλιπ,περικόπτω,κόβω,σταγόνα,παρέ,συντομογραφία,Συντομεύω,συμπιέζω,πυκνώνω,συσφίγγω
διαστέλλομαι,επιμηκύνω,επεκτείνω,φουσκώνω,επιμηκύνω,παρατείνω,συμπλήρωμα,οίδημα,προσθέτω (σε),αυξάνω
whittier => Γουίτερ, whitten tree => Χωριό του Γουίτεν, whitsuntide => Πεντηκοστή, whitsunday => Πεντηκοστή, whitsun tuesday => Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος,