Greek Meaning of prolusory
προεισαγωγικός
Other Greek words related to προεισαγωγικός
Nearest Words of prolusory
Definitions and Meaning of prolusory in English
prolusory (a)
of or relating to or having the character of a prolusion
FAQs About the word prolusory
προεισαγωγικός
of or relating to or having the character of a prolusion
πρόλογος,Εισαγωγή,πρόλογος,αρχή,εισαγωγή,Πreambule,προοίμιο,Πρόλογος,Πρόλογος,έναρξη
απεσταλμένος,Επίλογος,επίλογος,Υ.Γ.,παύση,κοντά,κλείσιμο,Συμπέρασμα,τέλος,αποστολή
prolusion => πρόλογος, prolonged interrogation => Παρατεταμένη ανάκριση, prolonged => παρατεταμένος, prolonge knot => Κόμπος παρατάσεως, prolonge => παράταση,