Greek Meaning of shutting
κλείνοντας
Other Greek words related to κλείνοντας
Nearest Words of shutting
- shutting post => Στύλος κλεισίματος
- shuttle => διαστημικό λεωφορείο
- shuttle bus => λεωφορείο διασύνδεσης
- shuttle diplomacy => διπλωματία πλοίου
- shuttle helicopter => ελικόπτερο διαστημικού λεωφορείου
- shuttlecock => Φτερό
- shuttlecock fern => Πτερόφυτο
- shuttlecork => Βολάν
- shuttlewise => Διαστημικού λεωφορείου
- shwa => Σβά
Definitions and Meaning of shutting in English
shutting (n)
the act of closing something
shutting (p. pr. & vb. n.)
of Shut
FAQs About the word shutting
κλείνοντας
the act of closing somethingof Shut
κλείσιμο,κλείδωμα,σφράγιση,χτύπημα,θόρυβος,除非,Σύσφιξη (προς τα κάτω),κεραυνοβολία,αλυσοποίηση,χειροκροτήματα
άνοιγμα,ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,ξεκλειδώνοντας,ξεκλείδωμα,αποσφράγιση,ξεμπλοκάρισμα,απελευθέρωση
shuttered => κλειστά, shutterbug => Φωτογράφος ερασιτέχνης, shutter => κλείστρο, shutout => αποκλεισμός, shut-in => ερημίτης,