Greek Meaning of shutting

κλείνοντας

Other Greek words related to κλείνοντας

Definitions and Meaning of shutting in English

Wordnet

shutting (n)

the act of closing something

Webster

shutting (p. pr. & vb. n.)

of Shut

FAQs About the word shutting

κλείνοντας

the act of closing somethingof Shut

κλείσιμο,κλείδωμα,σφράγιση,χτύπημα,θόρυβος,除非,Σύσφιξη (προς τα κάτω),κεραυνοβολία,αλυσοποίηση,χειροκροτήματα

άνοιγμα,ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,ξεκλειδώνοντας,ξεκλείδωμα,αποσφράγιση,ξεμπλοκάρισμα,απελευθέρωση

shuttered => κλειστά, shutterbug => Φωτογράφος ερασιτέχνης, shutter => κλείστρο, shutout => αποκλεισμός, shut-in => ερημίτης,