FAQs About the word steeking

Στεκέινγκ

shut, close

κλείσιμο,κλείδωμα,κλείνοντας,αλυσοποίηση,στερέωση,μπλοκάρισμα,κατασκευή,σφράγιση,除非,Σύσφιξη (προς τα κάτω)

άνοιγμα,ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,ξεκλειδώνοντας,ξεκλείδωμα,αποσφράγιση,ξεμπλοκάρισμα,απελευθέρωση

steeked => πλεκτό, steeds => άλογα, steamships => Ατμόπλοια, steams up => αχνίζει, steams => ατμός,