Greek Meaning of steeking
Στεκέινγκ
Other Greek words related to Στεκέινγκ
Nearest Words of steeking
Definitions and Meaning of steeking in English
steeking
shut, close
FAQs About the word steeking
Στεκέινγκ
shut, close
κλείσιμο,κλείδωμα,κλείνοντας,αλυσοποίηση,στερέωση,μπλοκάρισμα,κατασκευή,σφράγιση,除非,Σύσφιξη (προς τα κάτω)
άνοιγμα,ξεβίδωμα,ξεκούμπωμα,ξεκλειδώνοντας,ξεκλείδωμα,αποσφράγιση,ξεμπλοκάρισμα,απελευθέρωση
steeked => πλεκτό, steeds => άλογα, steamships => Ατμόπλοια, steams up => αχνίζει, steams => ατμός,