Greek Meaning of steering clear of
Αποφυγή
Other Greek words related to Αποφυγή
- αποφυγή
- Κάμπτω
- Κρατώντας καθαρό από
- Συρσίματος (από)
- απαγόρευση
- εξαλείφοντας
- εύπλαστος
- αποφεύγοντας
- αποφευκτικός
- εξαιρουμένων
- Ντροπαλός
- να μετακινούμαι
- αποκλείοντας
- Τρέμουλο
- αποφυγή
- να μείνω μακριά από
- αποτροπή (από)
- δραπετεύω (από)
- αποτρεπόμενο
- 除非
- αποκλείοντας
- εκκλίνων
- παραπλανητικό
- Αποφυγή
- εκτός από
- φινέτσα
- χαμένος
- αποτρέποντας
- Παράκρουση
- αποκλείωντας
- προληπτικός
- σκασίματα
- αποφυγή
Nearest Words of steering clear of
Definitions and Meaning of steering clear of in English
steering clear of
to be subject to steering, a hint as to procedure, to be guided, to subject to steering, to guide by mechanical means (such as a rudder), to direct the course (as of a ship or automobile), to keep entirely away, a male bovine animal and especially a domestic ox (Bos taurus) castrated before sexual maturity compare stag sense 3, to set and hold to (a course), a male domestic ox castrated before sexual maturity and especially one raised for beef, an ox less than four years old, to direct the course or the course of, to follow a course of action, to control the course of, to pursue a course of action
FAQs About the word steering clear of
Αποφυγή
to be subject to steering, a hint as to procedure, to be guided, to subject to steering, to guide by mechanical means (such as a rudder), to direct the course (
αποφυγή,Κάμπτω,Κρατώντας καθαρό από,Συρσίματος (από),απαγόρευση,εξαλείφοντας,εύπλαστος,αποφεύγοντας,αποφευκτικός,εξαιρουμένων
Αποδεκτός,Αγκαλιάζει,διώκων,αναζήτηση,αλίευση,σύναψη σύμβασης,φλερτ,φιλόξενος,επιφέρει
steered clear of => Απέφευξε, steered => διέκοψε, steer clear of => αποφύγω, steeps => απότομο, steeping => έγχυση,