Greek Meaning of mobilizing

κινητοποίηση

Other Greek words related to κινητοποίηση

Definitions and Meaning of mobilizing in English

Webster

mobilizing (p. pr. & vb. n.)

of Mobilize

FAQs About the word mobilizing

κινητοποίηση

of Mobilize

συγκρότηση,προετοιμασία,οργάνωση,συγκέντρωση,κλήση,ενεργοποίηση,διάταξη,συγκέντρωση,Κλήση (πάνω),συλλογή

αποστράτευση,απορρίπτω,Ανοργάνωτος,ανησυχητικός,ανησυχητικό,απενεργοποίηση,Αποστράτευση,αποδιοργανωτική,διάλυση,διαταραχή

mobilized => κινητοποιημένος, mobilize => κινητοποιώ, mobilization => επιστράτευση, mobility => κινητικότητα, mobilise => κινητοποιώ,