Greek Meaning of calling (up)
Κλήση (πάνω)
Other Greek words related to Κλήση (πάνω)
Nearest Words of calling (up)
- calling (on) => καλώ (σε)
- calling (on or upon) => Κλήση (σε ή επάνω)
- calling (off or out) => κάλεσμα (έξω)
- calligraphers => καλλιγράφοι
- called upon => προσκλήθηκε
- called up => κλήθηκε επάνω
- called to account => ζήτησε λογαριασμό
- called the tune (for) => Δίνοντας τον τόνο (για)
- called the shots (of) => έλαβε τις αποφάσεις (για)
- called out => αναφέρονται
- calling down => κάλεσμα κάτω
- calling for => καλώντας
- calling forth => ετοιμότητα
- calling in => κλήση
- calling in question => αμφισβήτηση
- calling off => ακύρωση
- calling on => καλώντας
- calling out => φωνάζοντας
- calling the shots (of) => Αυτός που αποφασίζει (για)
- calling the tune (for) => Υπαγορεύει τη μελωδία (σε)
Definitions and Meaning of calling (up) in English
calling (up)
to summon before an authority, to bring up from a minor league to a major league baseball team, to retrieve from the memory of a computer especially for display and user interaction, to summon for active military duty, to bring forward for consideration or action, a baseball player brought up to a major league team from the minor leagues, an order to report for military service, to summon together (as for a united effort), to bring to mind
FAQs About the word calling (up)
Κλήση (πάνω)
to summon before an authority, to bring up from a minor league to a major league baseball team, to retrieve from the memory of a computer especially for display
στέκομαι στην ουρά,οργάνωση,ενεργοποίηση,διάταξη,σύγκληση,ομαδοποίηση,κινητοποίηση,κλήση,προετοιμασία,συγκέντρωση
χωρίζοντας,Αποστράτευση,αποστράτευση,αποδιοργανωτική,απορρίπτω,διαταραχή,Ανοργάνωτος,ανησυχητικός,ανησυχητικό,διάσπαση
calling (on) => καλώ (σε), calling (on or upon) => Κλήση (σε ή επάνω), calling (off or out) => κάλεσμα (έξω), calligraphers => καλλιγράφοι, called upon => προσκλήθηκε,