Greek Meaning of convening
σύγκληση
Other Greek words related to σύγκληση
Nearest Words of convening
Definitions and Meaning of convening in English
convening (n)
the act of convening
FAQs About the word convening
σύγκληση
the act of convening
Σύγκληση,κλήση,συγκέντρωση,κλήτευση,κλήση,συγκρότηση,προετοιμασία,επιστράτευση,συγκέντρωση,συγκέντρωση
διαλυτικός,χωρίζοντας
conveniently => κατάλληλα, convenient => κατάλληλος, conveniences => διευκολύνσεις, convenience store => Μίνι μάρκετ, convenience food => Εύκολο φαγητό,