Greek Meaning of conveniences
διευκολύνσεις
Other Greek words related to διευκολύνσεις
Nearest Words of conveniences
Definitions and Meaning of conveniences in English
conveniences (n)
things that make you comfortable and at ease
FAQs About the word conveniences
διευκολύνσεις
things that make you comfortable and at ease
Παροχές,πολυτέλεια,Καταλύματα,παροχές,ανέσεις,Η άνεση των πλασμάτων,μπόνους,απολαύσεις,επιπλέον,βοήθεια
βάρη,βάρη,μυλόπετρα
convenience store => Μίνι μάρκετ, convenience food => Εύκολο φαγητό, convenience => ευκολία, convener => υπεύθυνος, convene => συγκαλώ,