Greek Meaning of millstones
μυλόπετρα
Other Greek words related to μυλόπετρα
- Αλμπατρος
- αναπηρίες
- υποχρεώσεις
- Αλμπατρος
- χρεώσεις
- μειονεκτήματα
- μειονεκτήματα
- αναπηρίες
- μειώσεις αξίας
- στραγγαλισμούς
- δυσκολίες
- Μειονεκτήματα
- μειονεκτήματα
- αστοχίες
- εμπόδια
- εμπόδια
- χειροπέδες
- ελλείψεις
- αρνητικά
- εμπόδια
- εμπόδια
- δεσμά
- ελλείψεις
- απεργίες
- δεσμοί
- Μπάρες
- εμπόδια
- σταματά
- πιάνει
- Καλογρίδια
- κρίμπα
- Αμηχανία
- εμπόδια
- Παρεμβολές
- ας
- τρίβει
- περιουσιακά στοιχεία
- πλεονεκτήματα
- άκρες
- περιθώρια
- το AIDS
- ευκαιρίες
- καλύτερη
- εντολές
- στοιχεία ελέγχου
- σταγόνες
- πηδά
- υποψήφιοι πελάτες
- πλεονεκτήματα
- πλεονεκτήματα
- Προνόμια
- προνόμια
- αρχίζει
- υπεροχές
- πλεονεκτήματα
- βοήθεια
- Κυριαρχίες
- υπεροχές
- καταγωγή
- βοήθεια
- διαλείμματα
- προβάδισμα
- υπεροχές
- υπεροχές
- Υπερβάσεις
- πλεονέκτημα
Nearest Words of millstones
- mills (about or around) => μύλοι (περίπου ή γύρω)
- millraces => αυλάκια
- millions => εκατομμύρια
- millionaires => εκατομμυριούχοι
- milling (about or around) => Φρεζάρισμα (περίπου ή γύρω)
- milled (about or around) => αλεσμένο (περίπου ή γύρω)
- mill (about or around) => (περίπου)
- milks => Γάλατα
- milk-and-water => γαλακτώδες
- milk snakes => Φίδια γάλακτος
Definitions and Meaning of millstones in English
millstones
either of two circular stones used for grinding a substance (as grain), either of two circular stones used for grinding something (such as grain), a heavy burden, something that grinds or crushes
FAQs About the word millstones
μυλόπετρα
either of two circular stones used for grinding a substance (as grain), either of two circular stones used for grinding something (such as grain), a heavy burde
Αλμπατρος,αναπηρίες,υποχρεώσεις,Αλμπατρος,χρεώσεις,μειονεκτήματα,μειονεκτήματα,αναπηρίες,μειώσεις αξίας,στραγγαλισμούς
περιουσιακά στοιχεία,πλεονεκτήματα,άκρες,περιθώρια,το AIDS,ευκαιρίες,καλύτερη,εντολές,στοιχεία ελέγχου,σταγόνες
mills (about or around) => μύλοι (περίπου ή γύρω), millraces => αυλάκια, millions => εκατομμύρια, millionaires => εκατομμυριούχοι, milling (about or around) => Φρεζάρισμα (περίπου ή γύρω),