Greek Meaning of shackles
δεσμά
Other Greek words related to δεσμά
- Φράγμα
- Ντροπή
- εμπόδιο
- παρεμβολή
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- μπλοκ
- Φρένο
- Βάρος
- αλυσίδα
- απόφραξη
- περιορισμός
- κράμπα
- στένωμα
- αποτρεπτικός
- σύρετε
- βάρος
- δεσμός
- αναπηρία
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Αναστολή
- αφήνω
- Φόρτωμα
- χειροπέδες
- σταματάω
- σκόπελος
- δίχτυ
- σύλληψη
- βαλκ
- μπάρα
- bit
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- aρπάζω
- Πεζοδρόμιο
- κίνδυνος
- καθυστέρηση
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- Εμπάργκο
- δυσκολία
- κίνδυνος
- Λαγκάς
- κράτημα
- κίνδυνος
- Υφάλμυρος
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- περίπτερο
- Πέτρινος τοίχος
- διακοπή
- Τοίχος από τούβλα
Nearest Words of shackles
Definitions and Meaning of shackles in English
shackles
to make fast with a shackle, a length of cable or anchor chain of usually 15 fathoms, to deprive of freedom of action, a U-shaped metal device for joining or fastening something, something that checks or prevents free action as if by fetters, a ring or band that prevents free use of the legs or arms, to make fast with or as if with a shackle, to deprive of freedom especially of action by means of restrictions or handicaps, to bind with shackles, something (such as a manacle or fetter) that confines the legs or arms, something that prevents free action, a usually U-shaped fastening device secured by a bolt or pin through holes in the end of the two arms
FAQs About the word shackles
δεσμά
to make fast with a shackle, a length of cable or anchor chain of usually 15 fathoms, to deprive of freedom of action, a U-shaped metal device for joining or fa
Φράγμα,Ντροπή,εμπόδιο,παρεμβολή,εμπόδιο,εμπόδιο,μπλοκ,Φρένο,Βάρος,αλυσίδα
πλεονέκτημα,Σπάω,καταλύτης,ακμή,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,βοήθεια,βοήθεια
shackle(s) => δεσμά, sewing up => ράψιμο, sewers => αποχετεύσεις, sewerages => αποχέτευση, sewed up => ραμμένος,