Greek Meaning of stone wall
Πέτρινος τοίχος
Other Greek words related to Πέτρινος τοίχος
- Φράγμα
- αποκλεισμός
- Αποκλεισμός
- Τοίχος από τούβλα
- σύλληψη
- bit
- μπλοκ
- Φρένο
- aρπάζω
- αλυσίδα
- περιορισμός
- Πεζοδρόμιο
- καθυστέρηση
- αποτρεπτικός
- Εμπάργκο
- Ντροπή
- βάρος
- αναπηρία
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- Αναστολή
- παρεμβολή
- αφήνω
- εμπόδιο
- εμπόδιο
- ηνία
- συγκράτηση
- Τρίβω
- κόμπος
- σταματάω
- διακοπή
- σκόπελος
- δεσμά
- αντιξοότητα
- βαλκ
- μπάρα
- Βάρος
- έλεγχος
- απόφραξη
- κράμπα
- στένωμα
- Εμποδίζει
- κίνδυνος
- δυσκολία
- Μειονέκτημα
- σύρετε
- μειονέκτημα
- δεσμός
- δυσκολία
- κίνδυνος
- Λαγκάς
- κράτημα
- Φόρτωμα
- χειροπέδες
- κίνδυνος
- Υφάλμυρος
- περίπτερο
- δίχτυ
Nearest Words of stone wall
Definitions and Meaning of stone wall in English
stone wall (n)
a fence built of rough stones; used to separate fields
FAQs About the word stone wall
Πέτρινος τοίχος
a fence built of rough stones; used to separate fields
Φράγμα,αποκλεισμός,Αποκλεισμός,Τοίχος από τούβλα,σύλληψη,bit,μπλοκ,Φρένο,aρπάζω,αλυσίδα
πλεονέκτημα,βοήθεια,όφελος,καταλύτης,ακμή,ώθηση,κίνητρο,σπιρούνι,ερέθισμα,βοήθεια
stone root => Θελξιανή, stone plant => φυτό βράχου, stone pit => Λατομείο, stone pine => Πεύκο, stone parsley => πετροσέλινο,