Greek Meaning of embargo
Εμπάργκο
Other Greek words related to Εμπάργκο
- επίδομα
- επιτρέποντας
- Έγκριση
- εξουσιοδότηση
- κάθαρση
- συγκατάθεση
- παραχώρηση
- αφήνοντας
- άδεια
- άδεια
- αδειοδότηση
- Άδεια
- επιτρέποντας
- συνταγή
- προαγωγή
- κυρώσεις
- υποστήριξη
- ανεκτικότητα
- ανοχή
- συμφωνία
- Εγκριση
- ευλογία
- συμμόρφωση
- Ενεργοποίηση
- Ενθάρρυνση
- Επικύρωση
- διευκόλυνση
- εγκριση
- αφήνω
- εντάξει
- εντάξει
- επιβάλλων κυρώσεις
- υποβολή
- δυστυχία
- Χορήγηση άδειας
- προσχώρηση
- αποδοχή
- συγκατάθεση
- Αυθέντευση
- υπακοή
Nearest Words of embargo
Definitions and Meaning of embargo in English
embargo (n)
a government order imposing a trade barrier
embargo (v)
ban the publication of (documents), as for security or copyright reasons
prevent commerce
embargo (n.)
An edict or order of the government prohibiting the departure of ships of commerce from some or all of the ports within its dominions; a prohibition to sail.
embargo (v. t.)
To lay an embargo on and thus detain; to prohibit from leaving port; -- said of ships, also of commerce and goods.
FAQs About the word embargo
Εμπάργκο
a government order imposing a trade barrier, ban the publication of (documents), as for security or copyright reasons, prevent commerceAn edict or order of the
απαγόρευση,Απαγόρευση,Απαγόρευση,απαγορεύω,απαγόρευση,περιορισμός,βέτο,περιορισμός,διάταγμα,άρνηση
επίδομα,επιτρέποντας,Έγκριση,εξουσιοδότηση,κάθαρση,συγκατάθεση,παραχώρηση,αφήνοντας,άδεια,άδεια
embarge => εμπάργκο, embarcation => Επιβίβαση, embar => ντροπή, embankment => αντιστήριγμα, embanking => επιχωμάτωση,