Greek Meaning of embanking
επιχωμάτωση
Other Greek words related to επιχωμάτωση
Nearest Words of embanking
Definitions and Meaning of embanking in English
embanking (p. pr. & vb. n.)
of Embank
of Embar
FAQs About the word embanking
επιχωμάτωση
of Embank, of Embar
συσσωρεύοντας,συσσωρεύοντας,συναρμολόγηση,Δέσμευση,συλλογή,συγκολλητικός,συνάντηση,ομαδοποίηση,συγκέντρωση,Υποστύλωση
No antonyms found.
embanked => επιχωματωμένος, embank => επιχωμάτωση, embalmment => ταρίχευση, embalming => ταρίχευση, embalmer => ταριχευτής,