Greek Meaning of conglomerating
συγκολλητικός
Other Greek words related to συγκολλητικός
- συναρμολόγηση
- συσσωμάτωση
- συγκέντρωση
- σύγκληση
- συγκλίνων
- συνάντηση
- συνάντηση
- συγχώνευση
- συγγενεύοντας
- ο συμμαχικός
- συνεργαζόμενοι
- συλλογή
- συγκεντρωτικός
- συγκεντρώνοντας
- ενοποίηση
- συνεργαζόμενος
- σύζευξη
- σύναξη
- συνάθροιση
- να τα φτιάχνεις
- ένταξη
- συναντώντας
- συνένωση
- Σύνδεση
- Ομαδοποίηση (μαζί)
- Συνάντηση κοινοβουλευτικής ομάδας
- Νυχτερινό κέντρο
- ομοσπονδούντες
- γειτονικός
- συναναστροφή
- συνομοσπονδιακ
- συμμορία
- επανασυναρμολόγηση
- επανασύγκληση
- Επανασύνδεση
- επανασύνδεση
Nearest Words of conglomerating
Definitions and Meaning of conglomerating in English
conglomerating
rock composed of rounded fragments varying from small pebbles to large boulders in a cement (as of hardened clay), accumulate, a corporation that acquires other companies whose activities are unrelated to the corporation's primary activity, rock made up of rounded pieces varying from small pebbles to large boulders in a cement (as of hardened clay), a composite mass or mixture, a corporation engaging in many different kinds of business, made up of parts from various sources or of various kinds, to collect or form into a mass, a widely diversified company, to gather (something) into a mass or coherent whole, to gather into a mass or coherent whole, a widely diversified corporation
FAQs About the word conglomerating
συγκολλητικός
rock composed of rounded fragments varying from small pebbles to large boulders in a cement (as of hardened clay), accumulate, a corporation that acquires other
συναρμολόγηση,συσσωμάτωση,συγκέντρωση,σύγκληση,συγκλίνων,συνάντηση,συνάντηση,συγχώνευση,συγγενεύοντας,ο συμμαχικός
διάλυση,διασπείρω,αναχώρηση,διάσπαση,χωρίζοντας,αναχωρούντος,αποσυνδέοντας,Απογείωση,διαχωρισμός,διαχωριστικός
conglomerates => συσσωματώματα, conglomerated => συγκολλημένος, congesting => συμφόρηση, congenitally => εκ γενετής, congenialities => Συμφωνίες,