Greek Meaning of converging

συγκλίνων

Other Greek words related to συγκλίνων

Definitions and Meaning of converging in English

Wordnet

converging (n)

the act of converging (coming closer)

FAQs About the word converging

συγκλίνων

the act of converging (coming closer)

συναρμολόγηση,συγκέντρωση,σύγκληση,συνάντηση,συνάντηση,συγχώνευση,συσσωμάτωση,συνεργαζόμενοι,συλλογή,συγκεντρωτικός

χωρίζοντας,αναχωρούντος,διάλυση,διασπείρω,αναχώρηση,διάσπαση,αποσυνδέοντας,Απογείωση,διαχωρισμός,διαχωριστικός

convergent thinking => Σύγκλιση, convergent thinker => Σύγκλιναν σκέψη, convergent strabismus => Συγκλίνον στράβισμα, convergent => συγκλίνων, convergency => Σύγκλιση,