Greek Meaning of remeeting

επανασύνδεση

Other Greek words related to επανασύνδεση

Definitions and Meaning of remeeting in English

remeeting

to meet again

FAQs About the word remeeting

επανασύνδεση

to meet again

Ομαδοποίηση (μαζί),συνεργαζόμενοι,ενοποίηση,συνεργαζόμενος,σύζευξη,συμμορία,ένταξη,συγχώνευση,επανασυναρμολόγηση,επανασύγκληση

χωρίζοντας,διάλυση,διασπείρω,αναχώρηση,διάσπαση,Απογείωση,αναχωρούντος,διαχωρισμός,αποσυνδέοντας,διαχωριστικός

remeet => ξανασυναντήσετε, remediating => αποκατάσταση, remediated => αποκατεστημένος, remeasured => επανάμετρηση, rematerializing => υλοποιούμε,