Greek Meaning of caucusing

Συνάντηση κοινοβουλευτικής ομάδας

Other Greek words related to Συνάντηση κοινοβουλευτικής ομάδας

Definitions and Meaning of caucusing in English

Webster

caucusing (p. pr. & vb. n.)

of Caucus

FAQs About the word caucusing

Συνάντηση κοινοβουλευτικής ομάδας

of Caucus

συγγενεύοντας,συνεργαζόμενοι,ενοποίηση,σύγκληση,συνεργαζόμενος,συνάντηση,συνάντηση,συγχώνευση,συνένωση,ο συμμαχικός

αναχωρούντος,αναχώρηση,Απογείωση,διάλυση,διασπείρω,αποσυνδέοντας,διαχωριστικός,χωρίζοντας,διαχωρισμός,διάσπαση

caucused => συμμετείχαν σε κομματικές συνελεύσεις, caucus => Κόμμα, caucasus mountains => Καύκασος, caucasus => Καύκασος, caucasoid => Καυκασοειδής,