Greek Meaning of ganging up

συμμορία

Other Greek words related to συμμορία

Definitions and Meaning of ganging up in English

ganging up

to join together for an often hostile purpose, to combine for a specific purpose, to make a joint assault, to exert group pressure

FAQs About the word ganging up

συμμορία

to join together for an often hostile purpose, to combine for a specific purpose, to make a joint assault, to exert group pressure

Ομαδοποίηση (μαζί),συνεργαζόμενοι,κρεμασμένοι μαζί,ομαδική εργασία,ο συμμαχικός,ιππασία,Νυχτερινό κέντρο,Συγχώνευση,συνεκτικός,συνεργαζόμενος

χωρίζοντας,αποσπώντας,διάλυση,αποσύνδεσης,διαλυτικός,διαζύγιο,διαφωνία,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρίζοντας

gangers => συμμορίες, ganged up (on) => συνωμοτούν (ενάντια), ganged up => συνεργάστηκαν, gangbusters => σαν σίφουνας, gangbuster => Gangbuster,