Greek Meaning of knotting
κόμπος
Other Greek words related to κόμπος
Nearest Words of knotting
Definitions and Meaning of knotting in English
knotting (p. pr. & vb. n.)
of Knot
FAQs About the word knotting
κόμπος
of Knot
μπερδέματος,πλέξιμο,μπλεγμένος,Εμπλοκή,αλληλένδετος,διαπλοκή,ανακάτεμα,γρυλίζοντας,Ύφανση,πλέξιμο
ξεμπέρδεμα,λύσιμο κόμπου,ξετύλιγμα,ξεμπέρδεμα,ξεστρίψιμο,αποκωδικοποίηση,ξεμπέρδεμα,ξετυλίγω,εξάρθρωση
knottiness => Κόμπος, knotted marjoram => Ρίγανη, knotted => δεμένο, knotless => χωρίς κόμπους, knothole => κόμπος,