Greek Meaning of remarketing
Επαναληπτικό μάρκετινγκ
Other Greek words related to Επαναληπτικό μάρκετινγκ
- διαφημίσεις
- μάρκετινγκ
- εμπορευματοποίηση
- πώληση
- πωλητές
- χονδρική πώληση
- δημοπρασία
- παζάρεμα
- ανταλλαγή
- εμπορεύεται
- διανομή
- ανταλλαγή
- εξαγωγή
- Παζάρια
- χειρισμός
- γεράκι
- Εμπορικά προϊόντα
- πλανόδιος πωλητής
- προπώληση
- προώθηση
- λιανική
- Συναλλαγές
- εμπορία (με)
- διαφημιστικός
- ενίσχυση
- παζάρι
- παζάρι
- εμπόριο αλόγων
- ομιχλώδης
- Συνδέοντας
- παρέχοντας
- Βάζοντας
- κάλτσα
- παρέχοντας
- διαφήμιση
Nearest Words of remarketing
- remarketed => επαναπροωθημένο
- remarket => Επαναληπτικό μάρκετινγκ
- remarkableness => αξιόλογος
- remanufacturing => Ανακατασκευή
- remanufacture => Επανακατασκευή
- remainders => Υπόλοιπο
- remain(s) => λείψανα
- relying (on) => εξαρτημένοι (από)
- relying (on or upon) => βασίζομαι (σε ή σε)
- rely (on) => βασίζομαι (σε)
Definitions and Meaning of remarketing in English
remarketing
to market (something) again
FAQs About the word remarketing
Επαναληπτικό μάρκετινγκ
to market (something) again
διαφημίσεις,μάρκετινγκ,εμπορευματοποίηση,πώληση,πωλητές,χονδρική πώληση,δημοπρασία,παζάρεμα,ανταλλαγή,εμπορεύεται
αγορά,Αγορά
remarketed => επαναπροωθημένο, remarket => Επαναληπτικό μάρκετινγκ, remarkableness => αξιόλογος, remanufacturing => Ανακατασκευή, remanufacture => Επανακατασκευή,