Greek Meaning of relying (on or upon)
βασίζομαι (σε ή σε)
Other Greek words related to βασίζομαι (σε ή σε)
Nearest Words of relying (on or upon)
- rely (on) => βασίζομαι (σε)
- rely (on or upon) => βασίζω
- reluctances => δισταγμοί
- relocating (to) => μετακόμιση σε
- relocating => µετακόμιση
- relocates (to) => μετεγκαθίσταται (σε)
- relocatee => μετεγκατεστημένος
- relocated (to) => μετακόμισε (σε)
- relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε)
- reloading => επαναφόρτωση
Definitions and Meaning of relying (on or upon) in English
relying (on or upon)
No definition found for this word.
FAQs About the word relying (on or upon)
βασίζομαι (σε ή σε)
μετρώντας (σε ή για),εξαρτώμενος από (ή εξαρτώμενος από),ελπίζοντας (για),περιμένοντας (για),παρατηρώντας,προσδοκώντας,εν αναμονή,στηριζόμενος σε,προσδοκώντας,προληπτικός
ερώτηση,αμφίβολος
rely (on) => βασίζομαι (σε), rely (on or upon) => βασίζω, reluctances => δισταγμοί, relocating (to) => μετακόμιση σε, relocating => µετακόμιση,