FAQs About the word relocating (to)

μετακόμιση σε

προς,κατοικών,αποικιοκρατία

αποδημία,απάθρωπη

relocating => µετακόμιση, relocates (to) => μετεγκαθίσταται (σε), relocatee => μετεγκατεστημένος, relocated (to) => μετακόμισε (σε), relocate (to) => Μετεγκατάσταση (σε),