Greek Meaning of inhabiting
κατοικών
Other Greek words related to κατοικών
- ζωντανό
- καταλαμβάνων
- συγκατοίκηση
- κατοικία
- στοιχειωμένος
- κατοίκηση
- διαμένοντας
- επισκέπτης
- μόνιμος
- αποικιοκρατία
- ερχόμενος
- ερχόμενος
- συντριβή
- περνάω
- πτώση
- που επισκέπτεται συχνά
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- κρεμασμένο σε
- διαμονή
- πληθυσμός
- ενοικίαση
- Τρέξιμο
- κατακάθιση
- διαμένων
- διαμονή
- εισέρχομαι
- Σταματάω (ππερνώντας)
- υπενοικίαση
- καθυστέρηση
Nearest Words of inhabiting
- inhabitiveness => κατοικησιμότητα
- inhabitress => κάτοικος
- inhalant => Αερόλυμα
- inhalation => εισπνοή
- inhalation anaesthetic => Αναισθητικό εισπνοής
- inhalation anesthesia => Ενδοφλέβια αναισθησία
- inhalation anesthetic => Αναισθητικό εισπνοής
- inhalation anthrax => Άνθρακας από εισπνοή
- inhalation general anaesthetic => Γενική αναισθησία με εισπνοή
- inhalation general anesthetic => Γενικό αναισθητικό εισπνοής
Definitions and Meaning of inhabiting in English
inhabiting (p. pr. & vb. n.)
of Inhabit
FAQs About the word inhabiting
κατοικών
of Inhabit
ζωντανό,καταλαμβάνων,συγκατοίκηση,κατοικία,στοιχειωμένος,κατοίκηση,διαμένοντας,επισκέπτης,μόνιμος,αποικιοκρατία
No antonyms found.
inhabiter => κατοικώ, inhabited => κατοικημένος, inhabitativeness => κατοικησιμότητα, inhabitation => κατοίκηση, inhabitate => κατοικώ,