Greek Meaning of hanging (at)
κρεμασμένο σε
Other Greek words related to κρεμασμένο σε
Nearest Words of hanging (at)
- hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω)
- hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- hanged (at) => απαγχονισμένος (σε)
- hanged (around or out) => Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- hangaring => Στάθμευση στο υπόστεγο
- hangared => σε υπόστεγο
- hang one on => κρέμασε ένα
- hang on to => προσκολλώμαι
- hang loose => Χαλάρωσε
- hang in there => κράτα γερά
- hanging about => να κρέμεται
- hanging around => αράζω
- hanging back => κρεμασμένοι πίσω
- hanging fire => εκκρεμότητα
- hanging loose => κρεμασμένο χαλαρά
- hanging on => κρεμαστό
- hanging on to => κρεμασμένο πάνω
- hanging one on => κρέμασμα ενός στο
- hanging together => κρεμασμένοι μαζί
- hanging(s) => κρεμαστό(ί)
Definitions and Meaning of hanging (at) in English
hanging (at)
No definition found for this word.
FAQs About the word hanging (at)
κρεμασμένο σε
που επισκέπτεται συχνά,στοιχειωμένος,καταφεύγειν σε,επισκέπτης,επηρεάζοντας,Κλήση (σε ή επάνω),λειτουργία (σε),που μένει στο,που σταματά (δίπλα ή σε),παρών
αποφυγή,Τρέμουλο,Αποφυγή,εύπλαστος,αποδραπέτητος,αποφευκτικός,αποφυγή,Κάμπτω,αποφεύγοντας
hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω), hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω), hanged (at) => απαγχονισμένος (σε), hanged (around or out) => Κρεμασμένος (γύρω ή έξω), hangaring => Στάθμευση στο υπόστεγο,