Greek Meaning of hanging (at)

κρεμασμένο σε

Other Greek words related to κρεμασμένο σε

Definitions and Meaning of hanging (at) in English

hanging (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word hanging (at)

κρεμασμένο σε

που επισκέπτεται συχνά,στοιχειωμένος,καταφεύγειν σε,επισκέπτης,επηρεάζοντας,Κλήση (σε ή επάνω),λειτουργία (σε),που μένει στο,που σταματά (δίπλα ή σε),παρών

αποφυγή,Τρέμουλο,Αποφυγή,εύπλαστος,αποδραπέτητος,αποφευκτικός,αποφυγή,Κάμπτω,αποφεύγοντας

hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω), hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω), hanged (at) => απαγχονισμένος (σε), hanged (around or out) => Κρεμασμένος (γύρω ή έξω), hangaring => Στάθμευση στο υπόστεγο,