FAQs About the word infesting

μολυσμένος

of Infest

Έρπων,μολυσματικός,υπερθέτω,βασανίζει,ενοχλητικό,επίμονος,μολυσματική,συντριπτικός,σφύζων,άφθονος

No antonyms found.

infester => παρασίτου, infested => Πλημμυρισμένος, infestation => Μόλυνση, infest => προσβάλλω, infertility => στειρότητα,