Greek Meaning of infesting
μολυσμένος
Other Greek words related to μολυσμένος
Nearest Words of infesting
Definitions and Meaning of infesting in English
infesting (p. pr. & vb. n.)
of Infest
FAQs About the word infesting
μολυσμένος
of Infest
Έρπων,μολυσματικός,υπερθέτω,βασανίζει,ενοχλητικό,επίμονος,μολυσματική,συντριπτικός,σφύζων,άφθονος
No antonyms found.
infester => παρασίτου, infested => Πλημμυρισμένος, infestation => Μόλυνση, infest => προσβάλλω, infertility => στειρότητα,