Greek Meaning of hanging back
κρεμασμένοι πίσω
Other Greek words related to κρεμασμένοι πίσω
- διστακτικός
- Διστακτικός
- οπισθοχώρηση
- εξισορρόπηση
- συζητώ
- δισταγμός
- ανακοπή
- σкруπολότητα
- εκπληκτικός
- Διστακτικός
- Τρέμουλο
- αναμονή
- διστακτικός
- υποχωρώντας
- κωλυσιεργία
- καθυστέρηση
- σκεπτόμενος
- αμφιταλαντευόμενος
- σάπι
- επίμονος
- ταλαντούμενο
- παύση
- στοχαστικός
- αναβολή
- δισταγμός
- ταλαντεύομαι
- ταλαντευόμενος/η/ο
- ζύγισμα
- τρεμάμενος
Nearest Words of hanging back
- hanging around => αράζω
- hanging about => να κρέμεται
- hanging (at) => κρεμασμένο σε
- hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω)
- hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- hanged (at) => απαγχονισμένος (σε)
- hanged (around or out) => Κρεμασμένος (γύρω ή έξω)
- hangaring => Στάθμευση στο υπόστεγο
- hangared => σε υπόστεγο
- hang one on => κρέμασε ένα
Definitions and Meaning of hanging back in English
hanging back
to be reluctant, to be unwilling to do something, to linger behind others, to drag behind others
FAQs About the word hanging back
κρεμασμένοι πίσω
to be reluctant, to be unwilling to do something, to linger behind others, to drag behind others
διστακτικός,Διστακτικός,οπισθοχώρηση,εξισορρόπηση,συζητώ,δισταγμός,ανακοπή,σкруπολότητα,εκπληκτικός,Διστακτικός
κατάδυση (στο),βουτιά (σε),συνεχόμενος,αποφασίζοντας,Ανάδευση,προελαύνοντας
hanging around => αράζω, hanging about => να κρέμεται, hanging (at) => κρεμασμένο σε, hanging (around) => κρεμώντας (γύρω γύρω), hanging (around or out) => Κρεμασμένο (γύρω ή έξω),