Greek Meaning of chickening (out)

υποχωρώντας

Other Greek words related to υποχωρώντας

Definitions and Meaning of chickening (out) in English

chickening (out)

to decide not to do something because one is afraid

FAQs About the word chickening (out)

υποχωρώντας

to decide not to do something because one is afraid

οπισθοχώρηση,Υποχωρώ,Κλαίγοντας,άρνηση,Επαναλαμβάνω,abjuring,εγκράτεια,οπισθοπορεία,Επιστροφή,αποκηρύσσοντας

προσκολλημένος (σε),σύμφωνοι με,παρακολούθηση (με),ικανοποιητικό,φύλαξη,ικανοποιητικό,τιμητικός

chickened (out) => κότες (έξω), chicken snakes => κοτόπουλα φίδια, chicken (out) => κοτόπουλο (έξω), chicaned => αδίστακτος, chews => μασάει,