Greek Meaning of hemming

σάπι

Other Greek words related to σάπι

Definitions and Meaning of hemming in English

Webster

hemming (p. pr. & vb. n.)

of Hem

FAQs About the word hemming

σάπι

of Hem

δισταγμός,αμφιταλαντευόμενος,Διστακτικός,Διστακτικός,Τρέμουλο,αναμονή,οπισθοχώρηση,εξισορρόπηση,κωλυσιεργία,συζητώ

αποφασίζοντας,κατάδυση (στο),βουτιά (σε),Ανάδευση,προελαύνοντας,συνεχόμενος,ταλαντευόμενος

hemmer => κεντητή στρίφωμα, hemmel => Himmel, hemmed => περικυκλωμένος, hemlock water dropwort => Κώνειον το στικτόν, hemlock tree => Κώνειο,