Greek Meaning of oscillating
ταλαντούμενο
Other Greek words related to ταλαντούμενο
- διακυμάνσεις
- ταλαντευόμενο
- κυλιόμενο
- Τρέμουλο
- τρεμόπαιγμα
- ανεμίζοντας
- Σε σπασμούς
- ρίχνω
- ταλαντεύομαι
- κούνια
- κυματιστός
- δονείται
- κούνημα
- κουνώντας
- τρεμάμενος
- αδέξιος
- τραντάγματα
- προσαράζω
- διστακτικός
- σφαδάζω
- ανακοπή
- Κούτσαινε
- σπασμωδικός
- ταρακούνημα
- ζαλισμένος
- κούνια
- εκπληκτικός
- σκοντάφτοντας
- ταλαντευόμενος/η/ο
- ρίξιμο
- τρανταχτός
- λαγοκοιμισμένη
- Διστακτικός
- Τρέμουλο
- κουτσαίνοντας
- διστακτικός
- Ύφανση
Nearest Words of oscillating
- oscillated => ταλαντευόμενος
- oscillate => ταλαντεύω
- oscillaria => Oscillatoria
- oscillancy => ταλάντωση
- oscheocoele => Οσχεοκήλη
- oscheocele => Όσχεοκήλη
- oscar wilde => Όσκαρ Ουάιλντ
- oscar robertson => Όσκαρ Ρόμπερτσον
- oscar palmer robertson => Όσκαρ Ρόμπερτσον
- oscar hammerstein ii => Όσκαρ Χάμερσταϊν ΙΙ
- oscillating current => Ταλαντούμενο ρεύμα
- oscillation => Ταλάντωση
- oscillative => ταλαντωτός
- oscillator => ταλαντωτής
- oscillatoria => Oscillatoria
- oscillatoriaceae => Οσκιλλατοριίδες
- oscillatory => ταλαντωτός
- oscillogram => Οσκιλλογράφημα
- oscillograph => οσκιλλογράφος
- oscillometer => εωσκιλλομετρητής
Definitions and Meaning of oscillating in English
oscillating (s)
having periodic vibrations
oscillating (p. pr. & vb. n.)
of Oscillate
oscillating (a.)
That oscillates; vibrating; swinging.
FAQs About the word oscillating
ταλαντούμενο
having periodic vibrationsof Oscillate, That oscillates; vibrating; swinging.
διακυμάνσεις,ταλαντευόμενο,κυλιόμενο,Τρέμουλο,τρεμόπαιγμα,ανεμίζοντας,Σε σπασμούς,ρίχνω,ταλαντεύομαι,κούνια
No antonyms found.
oscillated => ταλαντευόμενος, oscillate => ταλαντεύω, oscillaria => Oscillatoria, oscillancy => ταλάντωση, oscheocoele => Οσχεοκήλη,