Greek Meaning of oscillating

ταλαντούμενο

Other Greek words related to ταλαντούμενο

Definitions and Meaning of oscillating in English

Wordnet

oscillating (s)

having periodic vibrations

Webster

oscillating (p. pr. & vb. n.)

of Oscillate

Webster

oscillating (a.)

That oscillates; vibrating; swinging.

FAQs About the word oscillating

ταλαντούμενο

having periodic vibrationsof Oscillate, That oscillates; vibrating; swinging.

διακυμάνσεις,ταλαντευόμενο,κυλιόμενο,Τρέμουλο,τρεμόπαιγμα,ανεμίζοντας,Σε σπασμούς,ρίχνω,ταλαντεύομαι,κούνια

No antonyms found.

oscillated => ταλαντευόμενος, oscillate => ταλαντεύω, oscillaria => Oscillatoria, oscillancy => ταλάντωση, oscheocoele => Οσχεοκήλη,