Greek Meaning of dropping in
πτώση
Other Greek words related to πτώση
Nearest Words of dropping in
- dropping in (on) => έρχομαι ακάλεστος
- dropping off => πτώση
- dropping out => διακοπή φοίτησης
- dropping out of sight => εξαφανίζομαι από τα μάτια
- dropping the ball => χάνοντας την μπάλα
- drops => σταγόνες
- drops in the bucket => σταγόνα στον ωκεανό
- drops out (of) => εγκαταλείπει (κάτι)
- droshkies => άμαξες
- droughts => ξηρασίες
Definitions and Meaning of dropping in in English
dropping in
to pay an unexpected or casual visit, one who drops in, a casual visit or brief stop
FAQs About the word dropping in
πτώση
to pay an unexpected or casual visit, one who drops in, a casual visit or brief stop
ερχόμενος,ερχόμενος,περνάω,Ποπ,Τρέξιμο,εισέρχομαι,που σταματά (δίπλα ή σε),επισκέπτης,κλήση,κρεμασμένο σε
No antonyms found.
dropping by => περνάω, dropping behind => να μένει πίσω, dropping back => υποχωρώντας, dropping (off) => πτώση (απενεργοποίηση), dropped the ball => Έριξε την μπάλα,